- ποτώμαι
- -άομαι, και επικ. τ. ποτέομαι, Α(ποιητ. τ.)1. πετώ εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση («ὀρνίθων ἔθνεα... ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται», Ομ. Ιλ.)2. (για ήχο) διαδίδομαι («[βοᾷ] ποτᾱται, βρέμει δ' ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου», Αισχύλ.)3. μτφ. περιφέρομαι, τριγυρίζω εδώ κι εκεί, συχνάζω4. μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω, είμαι μετέωρος, ξεσηκωμένος («ἐπὶ τραγωδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας», Αριστοφ.)5. παροιμ. φρ. «τὰ ποτήμενα συλλαβεῑν» — λέγεται για κάτι που επιχειρείται μάταια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επαναληπτικό ενεστ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- τής ρίζας τού πέτομαι* (πρβλ. σοβῶ: σέβομαι, στροφῶ: στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.